λοφοφόρος

λοφοφόρος
-α, -ο
1. αυτός που φέρει λόφο, δηλαδή λοφίο
2. το αρσ. ως ουσ. ο λοφοφόρος
ζωολ. α) περιστοματικός σχηματισμός ο οποίος αποτελείται από μια στεφάνη κροσσωτών πλοκάμων η οποία είναι χαρακτηριστικό μιας ετερογενούς ομάδας ασπονδύλων που ονομάζονται λοφοφόρα
β) γένος ορνιθόμορφων πτηνών τής οικογένειας φασιανίδες
3. το θηλ. ως ουσ. η λοφοφόρα
βοτ. γένος αγγειόσπερμων φυτών που ανήκει στην οικογένεια κακτίδες
4. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα λοφοφόρα
(ζωολ.-παλαιοντ.) ομάδα ασπονδύλων που φέρουν τον περιστοματικό σχηματισμό λοφοφόρο.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • υστριχίδες — (Hystrichidae). Οικογένεια θηλαστικών του αθροίσματος των τρωκτικών. Περιλαμβάνει ζώα μικρά ή μέτριου μεγέθους, που χαρακτηρίζονται κυρίως από τα πολυπληθή αιχμηρά αγκάθια, με τα οποία είναι σκεπασμένο το σώμα τους. Οι Υ. ζουν κυρίως στην Ευρώπη …   Dictionary of Greek

  • γυμνόλαιμα — (gymnolaimata).Οικογένεια βρυοζώων που διακρίνονται κυρίως από τον σχηματισμό πολυάριθμων αποικιών. Είναι ζώα θαλάσσια ή του γλυκού νερού, που μοιάζουν περισσότερο με φυτά. Ζουν προσκολλημένα πάνω σε βράχους, πλοία και κοχύλια. Τα γ. είναι ζώα… …   Dictionary of Greek

  • ρινοχαίτης — (rhinochetis). Γένος καλοβατικών πουλιών. Ανήκει στην οικογένεια τινοχαιτίδες. Ζει στη Νέα Καληδονία. Διακρίνεται για το μεγάλο ράμφος του και το λοφίο στο κεφάλι. Υπάρχει ένα μόνο είδος, ο Ρ. ο λοφοφόρος …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”