- λοφοφόρος
- -α, -ο1. αυτός που φέρει λόφο, δηλαδή λοφίο2. το αρσ. ως ουσ. ο λοφοφόροςζωολ. α) περιστοματικός σχηματισμός ο οποίος αποτελείται από μια στεφάνη κροσσωτών πλοκάμων η οποία είναι χαρακτηριστικό μιας ετερογενούς ομάδας ασπονδύλων που ονομάζονται λοφοφόραβ) γένος ορνιθόμορφων πτηνών τής οικογένειας φασιανίδες3. το θηλ. ως ουσ. η λοφοφόραβοτ. γένος αγγειόσπερμων φυτών που ανήκει στην οικογένεια κακτίδες4. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα λοφοφόρα(ζωολ.-παλαιοντ.) ομάδα ασπονδύλων που φέρουν τον περιστοματικό σχηματισμό λοφοφόρο.
Dictionary of Greek. 2013.